κροκοδιλόβρωτος

κροκοδιλόβρωτος
κροκο-δῑλόβρωτος, ον, = sq., Aët.13.6 tit.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κροκοδιλόβρωτος — κροκοδιλόβρωτος, ον (Α) κροκοδιλόδηκτος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό βρωτος, κεφαλό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”